ηλεκτροδιαγνωστική

ηλεκτροδιαγνωστική
(Ιατρ.). Η εφαρμογή του ηλεκτρισμού για διαγνωστικούς σκοπούς, κυρίως για την εξέταση μυών και νεύρων. Η εξέταση αυτή επιτρέπει τη μελέτη των αντιδράσεων του νευρομυϊκού συστήματος σε ερεθίσματα με τη βοήθεια συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος. Χρησιμοποιείται για τη διάγνωση παθήσεων ή την αποκάλυψη τραυμάτων του περιφερικού νευρικού συστήματος και των μυών. Τη μέθοδο επινόησε o Ντισέν και τελειοποίησε ο Λαπίκ, ο οποίος στήριξε τη σύγχρονη η. στη μελέτη για το κατώφλι ερεθίσματος (το ασθενέστερο ρεύμα που μπορεί να προκαλέσει διέγερση). Η μέθοδος εφαρμόζεται στον ασθενή ως εξής: στην επιφάνεια του σώματος υπάρχουν ορισμένα σημεία που αντιστοιχούν στο πιο διεγέρσιμο ηλεκτρικά σημείο κάθε νεύρου και μυός. Στα σημεία αυτά εφαρμόζεται ενεργό ηλεκτρόδιο με τη μορφή άξονα, ενώ το παθητικό ηλεκτρόδιο με τη μορφή μολυβένιας πλάκας εφαρμόζεται στο στήθος ή στην οσφύ του εξεταζόμενου. Έτσι, καθορίζεται το κατώφλι διεγερσιμότητας πρώτα στην υγιή πλευρά και ύστερα στην πάσχουσα, για να οριστεί ο βαθμός της μεταβολής. Η απουσία μυϊκής αντίδρασης σε έντονους ερεθισμούς δείχνει καταστροφή του νεύρου ή του μυός. Η η. είναι μέθοδος πρώιμης διάγνωσης της τετανίας, της μυασθένειας, της μυατονίας και άλλων παθήσεων. Είδος η. μπορεί να θεωρηθεί η χροναξιμετρία, στην οποία η μέτρηση της ηλεκτροδιεγερσιμότητας των ιστών γίνεται με τον υπολογισμό του ρεύματος και της διάρκειας της ενέργειάς του. Έτσι, στην πολιομυελίτιδα παρατηρείται έντονη παράταση του χρόνου που απαιτείται για την πρόκληση αντίδρασης του μυός στον ερεθισμό. Ο Ντιέμ συμπλήρωσε την η. με την κλιμάλυση, που εκτελείται με ρεύματα συνεχώς ενισχυόμενα. Η η. χρησιμοποιείταιεπίσης για να γίνει διάκριση αν κάποια βλάβη είναι κεντρική (του εγκεφάλου)ή περιφερική (των νεύρων), για να χαρακτηριστούν ορισμένες νευρολογικές παθήσεις και να προσδιοριστεί η πρόγνωσή τους. Εφαρμόζεται επίσης για τη διάγνωση παθήσεων της ακοής, της όρασης, των διαφόρων εσωτερικών οργάνων κλπ.
* * *
η ιατρ. μέθοδος που χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμό για διάγνωση ορισμένων ασθενειών και ιδίως νευροπαθειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrodiagnosis < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + diagnosis (πρβλ. διάγνωση, διαγνωστική). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”